- ανομοίωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει εξομοιωθεί με άλλον2. (για φθόγγους) αυτός που δεν έπαθε ανομοίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανόμοιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο περιοδικό Αθηνά από τον γλωσσολόγο Γ. Χατζιδάκι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.